- τρύπα
- η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγληνεοελλ.1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια2. μτφ. κατάστημα ή δωμάτιο με πολύ μικρές διαστάσεις (α. «ζει σε μια τρύπα» β. «παρά το γεγονός ότι το μαγαζί του είναι μια τρύπα, αυτός κάνει χρυσές δουλειές»)3. συνεκδ. αιδοίο ή πρωκτός4. φρ. α) «βουλλώνω τρύπες»μτφ. καλύπτω μια ανάγκη, εξοφλώ χρέηβ) «κάνω μια τρύπα στο νερό»μτφ. κάνω κάτι εντελώς ανώφελο, ματαιοπονώ5. παροιμ. «η αλεπού στην τρύπα της δεν χώραγε, κολοκύθια μάζευε» — λέγεται για εκείνους που επιχειρούν να κάνουν πράγματα πολύ ανώτερα από τις δυνάμεις τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρήματος τρυπῶ*].
Dictionary of Greek. 2013.